- λίχνος
- -η, -ο (AM λίχνος, -η, -ον, θηλ. και -ος)αυτός που τού αρέσουν πολύ τα εκλεκτά φαγητά, λαίμαργος, λειχούδης (α. «οἱ λίχνοι τοῡ αἰεὶ παραφερομένου ἀπογεύονται ἁρπάζοντες», Πλάτ.β. «λίχνῳ ὄντι αὐτῷ τὴν ψυχήν», Πλάτ.)αρχ.1. μτφ. περίεργος, άπληστος (α. «ἡ γὰρ ποθοῡσα πάντα καρδία κλύειν κἀν τοῑς κακοῑσι λίχνος οὖσ' ἁλίσκεται», Ευρ.β. «λίχνος εἰμὶ καὶ τὸ πεύθεσθαι», Καλλ.)2. μτφ. ασελγής3. (για πράγματα ή φαγητά) α) εκλεκτός, ορεκτικόςβ) δαπανηρός, πολυτελής.επίρρ...λίχνως (AM)με λαιμαργία, με αδηφαγία.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λιχ- (μηδενισμένη βαθμίδα τής ρίζας *λειχ- τού ρήματος λείχω «γλείφω») + επίθημα -νος (πρβλ. λάγ-νος, λύχ-νος)].
Dictionary of Greek. 2013.